- ανιστορώ
- (AM ἀνιστορῶ)νεοελλ.-μσν.διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ' ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης)2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» — δημοτ.)μσν.ζωγραφίζω, αναπαριστάνω κάτι, φιλοτεχνώαρχ.ζητώ να μάθω, ρωτώ, ερευνώ, εξετάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + ιστορώ.ΠΑΡ. νεοελλ. ανιστορητής].
Dictionary of Greek. 2013.